παιδοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδοκόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παιδοκόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -κόμος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ðoˈko.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο‐κό‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται με την παιδοκομία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδοκόμος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παιδο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)