παιδομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδομετρικός < παιδομετρία
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδομετρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παιδομετρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδομετρικός
|