παιδοφθόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ παιδοφθόρος | τὸ παιδοφθόρον | οἱ, αἱ παιδοφθόροι | τὰ παιδοφθόρα |
Γενική | τοῦ, τῆς παιδοφθόρου | τοῦ παιδοφθόρου | τῶν παιδοφθόρων | τῶν παιδοφθόρων |
Δοτική | τῷ, τῇ παιδοφθόρῳ | τῷ παιδοφθόρῳ | τοῖς, ταῖς παιδοφθόροις | τοῖς παιδοφθόροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν παιδοφθόρον | τὸ παιδοφθόρον | τοὺς, τὰς παιδοφθόρους | τὰ παιδοφθόρα |
Κλητική | παιδοφθόρε | παιδοφθόρον | παιδοφθόροι | παιδοφθόρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παιδοφθόρω | |||
Γενική-Δοτική | παιδοφθόροιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδοφθόρος, -ος, -ον