παιδούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδούλα οι παιδούλες
      γενική της παιδούλας
    αιτιατική την παιδούλα τις παιδούλες
     κλητική παιδούλα παιδούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδούλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιδούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]