παιδόπολη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδόπολη οι παιδοπόλεις
      γενική της παιδόπολης* των παιδοπόλεων
    αιτιατική την παιδόπολη τις παιδοπόλεις
     κλητική παιδόπολη παιδοπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παιδοπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδόπολη < παιδό- + -πολη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /peˈðo.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δό‐πο‐λη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιδόπολη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]