παιχνιδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παιχνιδίζω
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) παίζω ή φαίνομαι σαν να παίζω και να κινούμαι χαριτωμένα και με ζωηράδα
- Πολύ ξεχωριστά είναι τα διακοσμητικά στοιχεία στο εσωτερικό των αιθουσών προσευχής: ανάγλυφη διακόσμηση στις κολόνες, ψηφιδωτά σχέδια στις κάμαρες και εντυπωσιακά χρωματιστά βιτρό στα παράθυρα, που αφήνουν το φως να παιχνιδίζει. (*)
- Το «Κορτώ» παιχνιδίζει ανάμεσα στον Κοκτώ και στον Αρτώ, ενώ το «Αύγουστος» ίσως παραπέμπει στον Κοντ. (*)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- παιχνίδισμα
- → δείτε τις λέξεις παιχνίδι και παίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παιχνιδίζω | παιχνίδιζα | θα παιχνιδίζω | να παιχνιδίζω | παιχνιδίζοντας | |
β' ενικ. | παιχνιδίζεις | παιχνίδιζες | θα παιχνιδίζεις | να παιχνιδίζεις | παιχνίδιζε | |
γ' ενικ. | παιχνιδίζει | παιχνίδιζε | θα παιχνιδίζει | να παιχνιδίζει | ||
α' πληθ. | παιχνιδίζουμε | παιχνιδίζαμε | θα παιχνιδίζουμε | να παιχνιδίζουμε | ||
β' πληθ. | παιχνιδίζετε | παιχνιδίζατε | θα παιχνιδίζετε | να παιχνιδίζετε | παιχνιδίζετε | |
γ' πληθ. | παιχνιδίζουν(ε) | παιχνίδιζαν παιχνιδίζαν(ε) |
θα παιχνιδίζουν(ε) | να παιχνιδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παιχνίδισα | θα παιχνιδίσω | να παιχνιδίσω | παιχνιδίσει | ||
β' ενικ. | παιχνίδισες | θα παιχνιδίσεις | να παιχνιδίσεις | παιχνίδισε | ||
γ' ενικ. | παιχνίδισε | θα παιχνιδίσει | να παιχνιδίσει | |||
α' πληθ. | παιχνιδίσαμε | θα παιχνιδίσουμε | να παιχνιδίσουμε | |||
β' πληθ. | παιχνιδίσατε | θα παιχνιδίσετε | να παιχνιδίσετε | παιχνιδίστε | ||
γ' πληθ. | παιχνίδισαν παιχνιδίσαν(ε) |
θα παιχνιδίσουν(ε) | να παιχνιδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παιχνιδίσει | είχα παιχνιδίσει | θα έχω παιχνιδίσει | να έχω παιχνιδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παιχνιδίσει | είχες παιχνιδίσει | θα έχεις παιχνιδίσει | να έχεις παιχνιδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παιχνιδίσει | είχε παιχνιδίσει | θα έχει παιχνιδίσει | να έχει παιχνιδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παιχνιδίσει | είχαμε παιχνιδίσει | θα έχουμε παιχνιδίσει | να έχουμε παιχνιδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παιχνιδίσει | είχατε παιχνιδίσει | θα έχετε παιχνιδίσει | να έχετε παιχνιδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παιχνιδίσει | είχαν παιχνιδίσει | θα έχουν παιχνιδίσει | να έχουν παιχνιδίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παιχνιδίζω
|