πακετάρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ceˈta.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐κε‐τά‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]πακετάρω
- τοποθετώ αντικείμενα σε ένα κουτί ή τα τυλίγω με χαρτί, ώστε να πάρουν τη μορφή πακέτου πριν τη μεταφορά τους