παλάσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλάσκα | οι | παλάσκες |
γενική | της | παλάσκας | των | (παλασκών) |
αιτιατική | την | παλάσκα | τις | παλάσκες |
κλητική | παλάσκα | παλάσκες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλάσκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική palaska < αρχαία γερμανική flaska
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλάσκα θηλυκό
- θήκη φυσιγγίων, φυσιγγιοθήκη
- κυνηγετικός σάκος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλάσκα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)