παλαβωμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλαβωμάρα | οι | παλαβωμάρες |
γενική | της | παλαβωμάρας | — | |
αιτιατική | την | παλαβωμάρα | τις | παλαβωμάρες |
κλητική | παλαβωμάρα | παλαβωμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλαβωμάρα θηλυκό
- η ιδιότητα του παλαβού, η έλλειψη σύνεσης, η τρέλα
- η παλαβωμάρα αυτού του ανθρώπου δε λέγεται
- η ενέργεια ή ο λόγος που δε συνοδεύεται από σύνεση, λογική και αυτοσυγκράτηση
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαβωμάρα