παλαιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιά < παλαι(ός) + . Δείτε και το μεσαιωνικό παλαιά, αρχαία ελληνικά, τὸ παλαιόν.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.leˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λαι‐ά

Επίρρημα[επεξεργασία]

παλαιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παλαιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιό) του παλαιός

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιά < παλαι(ός) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

παλαιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλαιά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • τα παλιά γεγονότα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παλαιά

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιόν) του παλαιός

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παλαιά

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιόν) του παλαιός