παλαιά άνω γερμανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παλαιό άνω γερμανικά | ||
γενική | των | παλαιών άνω γερμανικών | ||
αιτιατική | τα | παλαιό άνω γερμανικά | ||
κλητική | παλαιό άνω γερμανικά | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαιά άνω γερμανικά < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Althochdeutsch < alt (παλιός) + hoch (υψηλός) + deutsch (γερμανικός)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]παλαιά άνω γερμανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Old High German στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Γερμανικές γλώσσες στη Βικιπαίδεια
- κωδικός γλώσσας: goh
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαιά άνω γερμανικά
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)