παλαιά άνω γερμανικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | παλαιά άνω γερμανικά | ||
| γενική | των | παλαιών άνω γερμανικών | ||
| αιτιατική | τα | παλαιά άνω γερμανικά | ||
| κλητική | παλαιά άνω γερμανικά | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαιά άνω γερμανικά < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Althochdeutsch < alt (παλαιός) + hoch (άνω, υψηλός) + deutsch (γερμανικός)
Προφορά
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]παλαιά άνω γερμανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαιά άνω γερμανικά
|
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
