παλαιά αρμενικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλαιά αρμενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ή γκραμπάρ)
- (γλώσσα) παλαιότερη μορφή της αρμενικής γλώσσας
- ≈ συνώνυμα:: παλαιοαρμενική
- κωδικός γλώσσας: xcl