παλαιικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιικός < παλαιός
Επίθετο[επεξεργασία]
παλαιικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε κάτι που συνηθιζόταν στο παρελθόν (μπορεί να εκφράζει μια ελαφρά αρνητική έννοια)