παλαιοβιολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιοβιολογικός η παλαιοβιολογική το παλαιοβιολογικό
      γενική του παλαιοβιολογικού της παλαιοβιολογικής του παλαιοβιολογικού
    αιτιατική τον παλαιοβιολογικό την παλαιοβιολογική το παλαιοβιολογικό
     κλητική παλαιοβιολογικέ παλαιοβιολογική παλαιοβιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοβιολογικοί οι παλαιοβιολογικές τα παλαιοβιολογικά
      γενική των παλαιοβιολογικών των παλαιοβιολογικών των παλαιοβιολογικών
    αιτιατική τους παλαιοβιολογικούς τις παλαιοβιολογικές τα παλαιοβιολογικά
     κλητική παλαιοβιολογικοί παλαιοβιολογικές παλαιοβιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιοβιολογικός < παλαιοβιολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

παλαιοβιολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]