παλαιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléographe < αρχαία ελληνική παλαιός + γράφω > παλαιο- + -γράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (παλαιογραφία) επιστήμονας που ασχολείται με την παλαιογραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιογράφος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλαιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παλαιογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)