παλαιοημερολογίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιοημερολογίτης οι παλαιοημερολογίτες
      γενική του παλαιοημερολογίτη των παλαιοημερολογιτών
    αιτιατική τον παλαιοημερολογίτη τους παλαιοημερολογίτες
     κλητική παλαιοημερολογίτη παλαιοημερολογίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιοημερολογίτης < παλαιο- + ἡμερολόγ(ιον) + -ίτης [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλαιοημερολογίτης αρσενικό (θηλυκό παλαιοημερολογίτισσα)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]