παλαιοκομματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιοκομματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
παλαιοκομματικός, -ή, -ό
- που διέπεται από τη νοοτροπία και την πρακτική του παλαιοκομματισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιοκομματικός
|