παλαιοπωλείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλαιοπωλείο τα παλαιοπωλεία
      γενική του παλαιοπωλείου των παλαιοπωλείων
    αιτιατική το παλαιοπωλείο τα παλαιοπωλεία
     κλητική παλαιοπωλείο παλαιοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιοπωλείο < παλαιοπώλης + -είο
Εσωτερικό παλαιοπωλείου.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλαιοπωλείο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]