παλαιστή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιστή < μεσαιωνική ελληνική < παλάμη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαιστή θηλυκό
- βυζαντινή μονάδα μήκους, υποπολλαπλάσια του πήχη, ίση με το πλάτος παλάμης ενήλικου ατόμου,
- η παλαιστή περιελάμβανε τέσσερις δακτύλους, έχοντας συνολικό μήκος 8,2 εκατοστόμετρα (κατά μετρολογία Ρόδου)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- τα βυζαντινά μέτρα και σταθμά δεν ήταν ενιαία σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας, παρουσιάζοντας έτσι κατά περιοχή μικροδιαφορές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιστή
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παλαιστή