παλαιστή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαιστή οι παλαιστές
      γενική της παλαιστής των παλαιστών
    αιτιατική την παλαιστή τις παλαιστές
     κλητική παλαιστή παλαιστές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιστή < μεσαιωνική ελληνική < παλάμη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλαιστή θηλυκό

  1. βυζαντινή μονάδα μήκους, υποπολλαπλάσια του πήχη, ίση με το πλάτος παλάμης ενήλικου ατόμου,
    η παλαιστή περιελάμβανε τέσσερις δακτύλους, έχοντας συνολικό μήκος 8,2 εκατοστόμετρα (κατά μετρολογία Ρόδου)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • τα βυζαντινά μέτρα και σταθμά δεν ήταν ενιαία σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας, παρουσιάζοντας έτσι κατά περιοχή μικροδιαφορές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

παλαιστή