παλαμιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Παλαμιστής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαμιστής οι παλαμιστές
      γενική του παλαμιστή των παλαμιστών
    αιτιατική τον παλαμιστή τους παλαμιστές
     κλητική παλαμιστή παλαμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαμιστής < Παλαμ(άς) + -ιστής[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.la.miˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λα‐μι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλαμιστής αρσενικό

  • ο οπαδός των έργων του Κωστή Παλαμά
    ※  Και ενώ μόλις ξεκίνησε, ελπιδοφόρα, η συστηματική και πλήρης έκδοση των Απάντων του, που θα αποτελέσουν τη βάση για νέες αναγνώσεις και ανθολογήσεις, διαθέτουμε ήδη δύο σχετικά νέες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ανθολογικές προσεγγίσεις που αλληλοσυμπληρώνονται και συστήνουν με συνέπεια και ευαισθησία τον αγαπημένο Παλαμά στο σήμερα. Αφενός ο επιφανής γραμματολόγος – παλαμιστής Κασίνης (Πατάκης, 2004), αφετέρου ο φλογερός ποιητής Λάγιος (Ερμής, 2001) ανατέμνουν και ανθολογούν, με γνώση και συγκίνηση, προσφέροντας δύο πολύτιμα βιβλία που, άλλωστε, ανατυπώνονται και βρίσκονται διαρκώς σε κυκλοφορία από την εποχή της πρώτης έκδοσής τους.
    Μαρία Τοπάλη, Παλαμάς με σημαίες και με ταμπούρλα;, Η Καθημερινή, 17 Δεκεμβρίου 2018

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • παλαμιστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)