παλιατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) έμπορος, πλανόδιος ή με κατάστημα, που αγοράζει και πουλάει μεταχειρισμένα αντικείμενα, συνήθως μικρής αξίας
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιατζής
[επεξεργασία]
- ↑ παλιατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.