παλιατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιατζής οι παλιατζήδες
      γενική του παλιατζή των παλιατζήδων
    αιτιατική τον παλιατζή τους παλιατζήδες
     κλητική παλιατζή παλιατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιατζής < παλι(ός) + -ατζής[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιατζής αρσενικό

  • (επάγγελμα) έμπορος, πλανόδιος ή με κατάστημα, που αγοράζει και πουλάει μεταχειρισμένα αντικείμενα, συνήθως μικρής αξίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]