παλικαριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλικαριά οι παλικαριές
      γενική της παλικαριάς των παλικαριών
    αιτιατική την παλικαριά τις παλικαριές
     κλητική παλικαριά παλικαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλικαριά < παλικάρι/παλληκάρι + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλικαριά και παλληκαριά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του παλικαριού, η γενναιότητα, το θάρρος
  2. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από (συχνά παράτολμο) θάρρος
    ⮡  άσε τις παλικαριές και σκέψου ψύχραιμα πρώτα
    ※  Καλύτερα, λεβέντη μου, τη μάχη ν' αποφεύγεις / παρά να κάνεις ταρζανιές, παλικαριές στο βρόντο (Ομήρου Ιλιάδα του Μιχάλη Γκανά, 2019)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]