παλικαριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλικαριά | οι | παλικαριές |
γενική | της | παλικαριάς | των | παλικαριών |
αιτιατική | την | παλικαριά | τις | παλικαριές |
κλητική | παλικαριά | παλικαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλικαριά και παλληκαριά θηλυκό
- η ιδιότητα του παλικαριού, η γενναιότητα, το θάρρος
- ενέργεια που χαρακτηρίζεται από (συχνά παράτολμο) θάρρος
- ⮡ άσε τις παλικαριές και σκέψου ψύχραιμα πρώτα
- ※ Καλύτερα, λεβέντη μου, τη μάχη ν' αποφεύγεις / παρά να κάνεις ταρζανιές, παλικαριές στο βρόντο (Ομήρου Ιλιάδα του Μιχάλη Γκανά, 2019)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)