παλιλλογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολυλογώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιλλογώ < αρχαία ελληνική παλιλλογῶ < πάλιν + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

παλιλλογώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]