παλινορθώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλινορθώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος παλινορθώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
παλινορθώνομαι
- → δείτε τη λέξη παλινορθώνω