παλιν-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιν- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλιν-

Πρόθημα[επεξεργασία]

παλιν-

  • το αρχαίο επίρρημα πάλιν(πάλι)) ως πρώτο συνθετικό που δηλώνει κατεύθυνση προς τα πίσω και επανάληψη αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
    παλινδρόμηση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιν- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλιν-

Πρόθημα[επεξεργασία]

παλιν-

Άλλες μορφές[επεξεργασία]





Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιν- < πάλιν

Πρόθημα[επεξεργασία]

παλιν-

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]