παλιοελλαδίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλιοελλαδίτισσα < παλιοελλαδίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιοελλαδίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη παλιοελλαδίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιοελλαδίτισσα
|