παλιοζωή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιοζωή οι παλιοζωές
      γενική της παλιοζωής των παλιοζωών
    αιτιατική την παλιοζωή τις παλιοζωές
     κλητική παλιοζωή παλιοζωές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλιοζωή < παλιο- + ζωή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλιοζωή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]