παλιομασκαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παλιομασκαράς < παλιο- + μασκαράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιομασκαράς αρσενικό
- (μεταφορικά) ο απατεώνας
- α βρε παλιομασκαρά, τι μου 'κανες!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιομασκαράς
|