παλιομοδίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παλιομοδίτικος -η -ο (δεν προσδιορίζεται αρνητικό ύφος)
- που ακολουθεί μια μόδα που είναι πια ξεπερασμένη
- που συμφωνεί με παλαιότερες αντιλήψεις, ιδέες, συνήθειες
- ≈ συνώνυμα: αρνητική σημασία: ξεπερασμένος, ντεμοντέ
- είναι άνθρωπος συμπαθής, αν και με παλιομοδίτικες αντιλήψεις
- ≈ συνώνυμα: αρνητική σημασία: ξεπερασμένος, ντεμοντέ