παλιομπεκρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλιομπεκρού < παλιομπεκρ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού. Μορφολογικά αναλύεται σε παλιο- + μπεκρού.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʎo.beˈkɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιο‐μπε‐κρού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιομπεκρού θηλυκό
- θηλυκό του παλιομπεκρής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παλιομπεκρής
παλιομπεκρού
|