παλιοσίδερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παλιοσίδερα
      γενική των παλιοσίδερων
    αιτιατική τα παλιοσίδερα
     κλητική παλιοσίδερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιοσίδερα < παλιο- + πληθυντικός αριθμός του σίδερο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιοσίδερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]