παλιοσίδερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παλιοσίδερα | ||
γενική | των | παλιοσίδερων | ||
αιτιατική | τα | παλιοσίδερα | ||
κλητική | παλιοσίδερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλιοσίδερα < παλιο- + πληθυντικός αριθμός του σίδερο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιοσίδερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- παλιές μεταλλικές κατασκευές, ιδίως σιδερένιες, που προορίζονται κυρίως για ανακύκλωση του μετάλλου
- ※ Ε, λοιπόν, ο Μαυρίδης αγοράζει και πουλά παλιοσίδερα και θησαύρισε. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιοσίδερα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλιο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)