παλιο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
παλιο-
1. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό είναι παλιό, προέρχεται από ή αναφέρεται σε παλαιότερη εποχή· πιθανόν επίσης να σημαίνει ότι το δεύτερο συνθετικό λόγω παλαιότητας βρίσκεται σε κακή κατάσταση
2. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό είναι δυσάρεστο ή άσχημο ή χαμηλής ποιότητας ή ηθικής υποστάθμης· επιτείνει επίσης τη σημασία υβριστικών ή μειωτικών λέξεων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλιό- στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα παλι- από παλιός