παλιρροϊκό κύμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλιρροϊκό κύμα < → δείτε τις λέξεις παλιρροϊκό και κύμα
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]παλιρροϊκό κύμα ουδέτερο
- το κινούμενο παλιρροϊκό μέτωπο, σαφές και σχετικά σύντομο χρονικά (απότομη/μη σταδιακή μεταβολή στάθμης με μέτωπο κρούσης )