παλιόπραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιόπραμα ουδέτερο
- αντικείμενο πολύ χαμηλής αξίας
- παλιό αντικείμενο σε κακή κατάσταση
παλιόπραμα ουδέτερο