παλιόπραμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόπραμα τα παλιοπράματα
      γενική του παλιοπράματος των παλιοπραμάτων
    αιτιατική το παλιόπραμα τα παλιοπράματα
     κλητική παλιόπραμα παλιοπράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιόπραμα < παλιό- + πράμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιόπραμα ουδέτερο

  1. αντικείμενο πολύ χαμηλής αξίας
  2. παλιό αντικείμενο σε κακή κατάσταση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]