παμβαλκανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παμβαλκανικός < παμ- (παν-) + βαλκανικός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paɱ.val.ka.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παμ‐βαλ‐κα‐νι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
παμβαλκανικός, -ή, -ό
- που αφορά το σύνολο των βαλκανικών χωρών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Βαλκάνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παμβαλκανικός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παμβαλκανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας