παμμέγιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παμμέγιστος η παμμέγιστη το παμμέγιστο
      γενική του παμμέγιστου της παμμέγιστης του παμμέγιστου
    αιτιατική τον παμμέγιστο την παμμέγιστη το παμμέγιστο
     κλητική παμμέγιστε παμμέγιστη παμμέγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παμμέγιστοι οι παμμέγιστες τα παμμέγιστα
      γενική των παμμέγιστων των παμμέγιστων των παμμέγιστων
    αιτιατική τους παμμέγιστους τις παμμέγιστες τα παμμέγιστα
     κλητική παμμέγιστοι παμμέγιστες παμμέγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμμέγιστος < (παν) παμ- + μέγιστος [1] και (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παμμέγιστος

Επίθετο[επεξεργασία]

παμμέγιστος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  1. (επιτατικό επίθετο) πολύ μεγάλος, τεράστιος
  2. (μεταφορικά) πολύ σπουδαίος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμμέγιστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παμμέγιστος, (πᾶν) παμ- + μέγιστος

Επίθετο[επεξεργασία]

παμμέγιστος (χωρίς παραθετικά)

  1. (επιτατικό επίθετο) πάρα πολύ μεγάλος
  2. (μεταφορικά)
    1. (για άνθρωπο) επιφανής, πολύ σπουδαίος
    2. (για ναό επιβλητικός, μεγάλος σε διαστάσεις, μεγαλόπρεπος
    3. (για θαύμα) πολύ σπουδαίπ

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παμμέγιστος παμμεγίστη τὸ παμμέγιστον
      γενική τοῦ παμμεγίστου τῆς παμμεγίστης τοῦ παμμεγίστου
      δοτική τῷ παμμεγίστ τῇ παμμεγίστ τῷ παμμεγίστ
    αιτιατική τὸν παμμέγιστον τὴν παμμεγίστην τὸ παμμέγιστον
     κλητική ! παμμέγιστε παμμεγίστη παμμέγιστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παμμέγιστοι αἱ παμμέγισται τὰ παμμέγιστ
      γενική τῶν παμμεγίστων τῶν παμμεγίστων τῶν παμμεγίστων
      δοτική τοῖς παμμεγίστοις ταῖς παμμεγίσταις τοῖς παμμεγίστοις
    αιτιατική τοὺς παμμεγίστους τὰς παμμεγίστᾱς τὰ παμμέγιστ
     κλητική ! παμμέγιστοι παμμέγισται παμμέγιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παμμεγίστω τὼ παμμεγίστ τὼ παμμεγίστω
      γεν-δοτ τοῖν παμμεγίστοιν τοῖν παμμεγίσταιν τοῖν παμμεγίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμμέγιστος: μορφολογικά, παμ- + μέγιστος

Επίθετο[επεξεργασία]

παμμέγιστος, -η, -ον

Πηγές[επεξεργασία]