παμπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παμπ < αγγλική pub < public house

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παμπ θηλυκό άκλιτο

  1. κατάστημα όπου μπορεί κάποιος να διασκεδάσει ακούγοντας μουσική και πίνοντας αλκοολούχα ποτά
    στις λονδρέζικες παμπ σερβίρεται και φαγητό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]