παμπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παμπ θηλυκό άκλιτο
- κατάστημα όπου μπορεί κάποιος να διασκεδάσει ακούγοντας μουσική και πίνοντας αλκοολούχα ποτά
- στις λονδρέζικες παμπ σερβίρεται και φαγητό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παμπ
|