Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
παμπάλαιος
3 γλώσσες
English
Français
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παμπάλαι
ος
η
παμπάλαι
η
&
παμπάλαι
α
το
παμπάλαι
ο
γενική
του
παμπάλαι
ου
της
παμπάλαι
ης
&
παμπάλαι
ας
του
παμπάλαι
ου
αιτιατική
τον
παμπάλαι
ο
την
παμπάλαι
η
&
παμπάλαι
α
το
παμπάλαι
ο
κλητική
παμπάλαι
ε
παμπάλαι
η
&
παμπάλαι
α
παμπάλαι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παμπάλαι
οι
οι
παμπάλαι
ες
τα
παμπάλαι
α
γενική
των
παμπάλαι
ων
των
παμπάλαι
ων
των
παμπάλαι
ων
αιτιατική
τους
παμπάλαι
ους
τις
παμπάλαι
ες
τα
παμπάλαι
α
κλητική
παμπάλαι
οι
παμπάλαι
ες
παμπάλαι
α
Κατηγορία
όπως «
δίκαιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
παμπάλαιος
<
αρχαία ελληνική
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
παμπάλαιος
, -η/-α, -ο
πάρα πολύ
παλιός
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
ολοκαίνουριος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
παμπάλαιος
γαλλικά
:
antique
(fr)
,
très ancien
(fr)
,
vieillot
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δίκαιος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
παμπάλαιος
3 γλώσσες
Προσθήκη θέματος