παμψυχισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παμψυχισμός οι παμψυχισμοί
      γενική του παμψυχισμού των παμψυχισμών
    αιτιατική τον παμψυχισμό τους παμψυχισμούς
     κλητική παμψυχισμέ παμψυχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμψυχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panpsychisme < pan- + psychisme (ψυχισμός)[1] < αρχαία ελληνική παν- + αρχαία ελληνική ψυχή + -ισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pam.psi.çiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παμ‐ψυ‐χι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παμψυχισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]