παμψυχισμός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | παμψυχισμός | παμψυχισμοί |
γενική | παμψυχισμού | παμψυχισμών |
αιτιατική | παμψυχισμό | παμψυχισμούς |
κλητική | παμψυχισμέ | παμψυχισμοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παμψυχισμός < → Η ετυμολογία λείπει.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παμψυχισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παμψυχισμός