παναραβιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παναραβιστής < παναραβ(ισμός) + -ιστής[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.na.ɾa.viˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐να‐ρα‐βι‐στής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παναραβιστής αρσενικό (θηλυκό παναραβίστρια)
- αυτός που υποστηρίζει την ιδέα του παναραβισμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παναραβιστής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παναραβιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας