πανδραμαϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανδραμαϊκός η πανδραμαϊκή το πανδραμαϊκό
      γενική του πανδραμαϊκού της πανδραμαϊκής του πανδραμαϊκού
    αιτιατική τον πανδραμαϊκό την πανδραμαϊκή το πανδραμαϊκό
     κλητική πανδραμαϊκέ πανδραμαϊκή πανδραμαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανδραμαϊκοί οι πανδραμαϊκές τα πανδραμαϊκά
      γενική των πανδραμαϊκών των πανδραμαϊκών των πανδραμαϊκών
    αιτιατική τους πανδραμαϊκούς τις πανδραμαϊκές τα πανδραμαϊκά
     κλητική πανδραμαϊκοί πανδραμαϊκές πανδραμαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανδραμαϊκός < παν- + δραμαϊκός

Επίθετο[επεξεργασία]

πανδραμαϊκός

  • ο σχετικός με ολόκληρη την περιοχή της Δράμας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]