πανεπιστήμιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πανεπιστήμιον | τὰ | πανεπιστήμια | ||||
γενική | τοῦ | πανεπιστημίου | τῶν | πανεπιστημίων | ||||
δοτική | τῷ | πανεπιστημίῳ | τοῖς | πανεπιστημίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πανεπιστήμιον | τὰ | πανεπιστήμια | ||||
κλητική ὦ! | πανεπιστήμιον | πανεπιστήμια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανεπιστήμιον < παν- + επιστήμη + -ιον → και δείτε τη λέξη πανεπιστήμιο & το ελληνιστικό πανεπιστήμων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανεπιστήμιον ουδέτερο