πανηγυρικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πανηγυρικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανηγυρικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυρικῶς < αρχαία ελληνική πανηγυρικός. Συγχρονικά αναλύεται σε πανηγυρικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

πανηγυρικώς

Πηγές[επεξεργασία]