πανηγύρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανηγύρι < μεσαιωνική ελληνική πανηγύρι / πανηγύριν < ελληνιστική κοινή πανηγύριον < αρχαία ελληνική πᾰνήγῠρις < πᾶς + ἄγυρις / ἀγορά < ἀγείρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paniˈʝiɾi/
- συλλαβισμός : πα‐νη‐γύ‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανηγύρι ουδέτερο
- εορτασμός θρησκευτικής γιορτής σε έναν τόπο με φαγητά και χορούς
- η εμποροπανήγυρη
- (κατ' επέκταση) εκδήλωση μεγάλης χαράς και ενθουσιαμού
- κάναμε πανηγύρι όταν μάθαμε τα καλά νέα
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τσακωμός, φασαρία
- θα γίνει μεγάλο πανηγύρι (ή θα έχουμε πανηγύρια) αν το μάθει ο πατέρας σου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (είμαι) για τα πανηγύρια: έκφραση που χρησιμοποιείται για εξευτελισμό ή γελοιοποίηση του αντικειμένου ή ατόμου
- η τηλεόραση που αγόρασες είναι για τα πανηγύρια
- χαρές και πανηγύρια: αυξάνει την ένταση της λέξης χαρά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)