πανοραμίκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανοραμίκ < γαλλική panoramique
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανοραμίκ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος, φωτογραφία) η οριζόντια κίνηση της κάμερας γύρω από τον άξονά της χωρίς αυτή να μετακινηθεί από την θέση της στον κινηματογράφο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πανοραμίκ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανοραμίκ
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Φωτογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)