πανοσιολογιότατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανοσιολογιότατος οι πανοσιολογιότατοι
      γενική του πανοσιολογιότατου
πανοσιολογιοτάτου
των πανοσιολογιότατων
πανοσιολογιοτάτων
    αιτιατική τον πανοσιολογιότατο τους πανοσιολογιότατους
πανοσιολογιοτάτους
     κλητική πανοσιολογιότατε πανοσιολογιότατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανοσιολογιότατος < πανόσιος + λογιότατος/λογιώτατος, υπερθετικός του λόγιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανοσιολογιότατος αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]