πανταχηκίνητον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανταχηκίνητον < πανταχού + κινητό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανταχηκίνητον ουδέτερο

  • πρωτογενές αφηρημένο στοιχείο που εισήγαγε ο Βενιαμίν ο Λέσβιος για την ερμηνεία των επιστημονικών παρατηρήσεων, όπως επίσης των φυσικών και μεταφυσικών φαινομένων. «Είναι ρευστόν, ρέον ακαταπαύστως από σώματος εις σώμα και ότι η εισροή και εκροή αυτού είναι ανάλογος με τον σωρόν του σώματος, και ότι τούτο ρέον συνάγει μέθ' αυτού και τα σώματα και, ως θέλομεν ιδή εχομένως, η ενέργεια αυτού είναι ανάλογος με τη διαφοράν της θέσεως των μορίων του εισρέοντος και εκρέοντος ρευστού. Εις τούτο λοιπόν το ρευστόν δίδωμι όνομα Πανταχηκίνητον»

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]