παντεϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντεϊσμός οι παντεϊσμοί
      γενική του παντεϊσμού των παντεϊσμών
    αιτιατική τον παντεϊσμό τους παντεϊσμούς
     κλητική παντεϊσμέ παντεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντεϊσμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική pandeism < συμφυρμός των pantheism & deism

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντεϊσμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]