παντζούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pan.ˈʣu.ɾi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντζούρι ουδέτερο
- ξύλινο ή πλαστικό κάλυμμα για παράθυρο, το οποίο συνήθως τοποθετείται εξωτερικά και χρησιμεύει για να εμποδίζει το φως, για την προστασία από αδιάκριτα βλέμματα και για λόγους ασφαλείας
- το μεσημέρι κουφώναμε τα παντζούρια και πέφταμε για ύπνο