παντοίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντοίος < αρχαίο επίθετο από τις αντωνυμίες πας-πάσα-παν και οἷος-οἵα-οἷον, δηλαδή πας + οἷος

Επίθετο[επεξεργασία]

παντοίος

  • αυτός που είναι οποιουδήποτε είδους, κάθε είδους, κάθε ποιότητας, συχνά μάλιστα με υπονοούμενο για κακή ποιότητα ή ήθος, ο παντοειδής
Προσπάθησε να πετύχει το στόχο του με παντοίους τρόπους
Μετήλθε παντοίων μέσων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]